Κόρλις, Τζορτζ Χένρι — (Henry George Corliss, 1817 – 1888). Αμερικανός μηχανικός και εφευρέτης. Το 1849 ανακάλυψε την ατμομηχανή που φέρει το όνομά του και χρησιμοποιήθηκε και στην Ευρώπη από το 1863. Ο Κ. πραγματοποίησε επίσης πολλές τελειοποιήσεις στις ατμομηχανές,… … Dictionary of Greek
Χάρλοου, Τζορτζ - Χένρι — (Harlow, 1787 – 1819). Άγγλος ζωγράφος. Ήταν ένας από τους ονομαστούς μαθητές του Λόρεντς, του οποίου η επίδραση διακρίνεται εμφανέστατα σε ολόκληρη την καλλιτεχνική του παραγωγή. Ενδιαφέρθηκε κυρίως για ιστορικά θέματα και ασχολήθηκε επίσης και… … Dictionary of Greek
Άσκουιθ, Χέρμπερτ Χένρι — (Herbert Henry Asquith,Μόρλεϊ 1852 – Σάτον Κόρτνεϊ 1928). Βρετανός πολιτικός, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1908–15), κόμης της Οξφόρδης και του Άσκουιθ. Γιος υφαντουργού, απoφοίτησε το 1876 από την Οξφόρδη και τον ίδιο χρόνο πήρε την άδεια … Dictionary of Greek
Έλιοτ, Τζορτζ — (George Elliot, Άρμπερι Φαρμ, Γουορικσάιρ 1819 – Τσέλσι, Λονδίνο 1880). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Αγγλίδας συγγραφέως Μέρι Αν Έβανς (Mary Ann Evans). Πέρασε τα παιδικά και τα πρώτα νεανικά της χρόνια στο Γουορικσάιρ –όπου διαδραματίζονται πολλά… … Dictionary of Greek
Γουέλς, Χέρμπερτ Τζορτζ — (George Herbert Wells, Μπρόμλεϊ, Κεντ 1866 – Λονδίνο 1946). Άγγλος συγγραφέας και κοινωνιολόγος. Γόνος φτωχής οικογένειας, κατόρθωσε με υποτροφία να φοιτήσει στο Βασιλικό Κολέγιο Επιστημών, όπου σπούδασε με τον Τόμας Χένρι Χάξλεϊ, οι εξελικτικές… … Dictionary of Greek
Λίντελ, Χένρι Τζορτζ — (Henry George Liddell, Ντάραμ 1811 – Άσκοτ 1898). Άγγλος λεξικογράφος και παιδαγωγός. Διετέλεσε δάσκαλος και διευθυντής της σχολής του Γουέστμινστερ (1846 55) και αργότερα (1855 91) κοσμήτορας του κολεγίου Christ Church στο πανεπιστήμιο της… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek